Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
θάρρεμα — το [θαρρεύω] 1. ενθάρρυνση, τόλμη 2. αντίληψη, ιδέα, γνώμη … Dictionary of Greek
θάρρεμα — το, ατος απόκτηση θάρρους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)